- πεδοκοιτης
- πεδοκοίτηςπεδο-κοίτης-ου adj. m лежащий на земле
(σίκυος ἐν φύλλοις π. Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σίκυος ἐν φύλλοις π. Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεδοκοίτης — ὁ, Α (για φυτά ή για καρπούς) αυτός που κείται ή εκτείνεται πάνω στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ορεσι κοίτης] … Dictionary of Greek
πεδοκοίτην — πεδοκοίτης lying on the ground masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)